- επάνθηση
- [-ις (-εως)] η1) расцвет; 2) перен. озарение, сияние; 3) геол выход на поверхность, обнажение (пласта, месторождения)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επάνθηση — η (Α ἐπάνθησις) [επανθώ] άνθηση νεοελλ. 1. (ορυκτ.) ο σχηματισμός επανθημάτων (ή επανθισμάτων) 2. (ορυκτ.) τα ίδια τα επανθήματα … Dictionary of Greek
ἐπανθήσῃ — ἐπανθήσηι , ἐπάνθησις flowering fem dat sg (epic) ἐπανατίθημι lay upon fut ind mid 2nd sg ἐπανθέω bloom aor subj mid 2nd sg ἐπανθέω bloom aor subj act 3rd sg ἐπανθέω bloom fut ind mid 2nd sg ἐπανθέω bloom aor subj mid 2nd sg ἐπανθέω bloom aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… … Dictionary of Greek